Ενας
παλιος ξωτικομυθος λεει οτι μια φορα και δυο φεγγαρια, πριν σχηματιστει
η χωρα των ξωτικων και υπηρχαν μονο μαγοι, υπηρχε ενα νησι στη μεση του
απεραντου ωκεανου. Μια κουκκιδα χωρις ιχνος βλαστησης πανω της, ουτε ενα
τοσο δα δεντρακι.
Το νησακι μαραζωνε γιατι εβλεπε ολη μερα τα συννεφα
να περνανε απο πανω του και να εξαφανιζονται, τα πουλια να ταξιδευουν
ανεμελα προς ολες τις κατευθυνσεις, τα κυματα να ερχονται και να
φευγουν, τον αερα να το διαπερνα με δυναμη ή να το χαϊδευει κινωντας γι
αλλα σημεια του ωκεανου. Μονο αυτο παρεμενε ακινητο στη θεση του. Ποτε
δεν ειχε παει πουθενα και ουτε επροκειτο.
-Γιατι εγω να μην μπορω να ταξιδεψω; Γιατι να μην μπορω να παω σε αλλα
μερη; Ονειρευομαι να δω την ανατολη πανω στο πιο ψηλο βουνο. Σκεφτομαι
ολη μερα πώς να ειναι το ηλιοβασιλεμα μεσα απο τις πυκνες φυλλωσιες του
δασους.
Εκει που εκλαιγε τη μαυρη μοιρα του το νησακι εμφανιστηκε στον ουρανο
ενα βραδυ ενα φως και το πλησιασε. Παραξενεμενο το νησι το κοιταξε μετα
ματια ορθανοιχτα. Το φως εσκυψε και του χαμογελασε.
-Νυχτες ολακερες
σ ακουω να ονειρευεσαι φωναχτα. Ποτε εισαι στο ψηλοτερο βουνο, ποτε σε
δαση με πυκνες φυλλωσιες, μεχρι και σε ατελειωτα λιβαδια σε ακουσα να
ονειρευεσαι οτι βρισκεσαι. Πού τα εμαθες εσυ ολα αυτα;
Το νησι κατεβασε για λιγο ντροπιασμενο το βλεμμα.
-Ακουω ον ανεμο
και τα συννεφα να συζητουν με τα κυματα, καμια φορα και τα πουλια που
περνας απο δω μιλανε μεταξυ τους για ολα οσα βλεπουν στα ταξιδια τους τ
αλαργινα.
Το φως χαμογελασε.
-Ξερεις για τους ασφοδελους λειμωνες; για τα
καταπρασινα λιβαδια; ή για τα λουλουδια και τα ζωα που κρυβονται αναμεσα
στα βραχια των απατητων κορυφων; Για την κουκουβαγια του χιονιου, ειπαν
ποτε τιποτα; Σηκωνε τα ματια του το νησι στο ακουσμα της καθε νεας
εικονας που του επλαθε το φως. Μεχρι να προλαβει να το ρωτησει ομως το
φως εξαφανιστηκε κι ενας λαμπρος ηλιος προβαλλε με χαρη στην αλλη ακρη
του ουρανου. Το νησι εκλεισε τα ματια του και χαμογελασε καθως ειχε
ονειρα να ονειρευτει για αρκετο καιρο.
Περασε καιρος πολυς και το νησι ματαια εψαχνε τον ουρανο τα βραδια για
να βρει το φως να του πει κι αλλα για οσα δεν θα εβλεπε ποτε του. Μεχρι
που μια μερα περασαν δυο συννεφα απο πανω του και σταθηκαν αρκετη ωρα.
Εστησε αυτι και τ ακουσε να λενε για ενα βραδυ που ο,τι ευχεσαι γινεται
πραγματικοτητα και οτι αυτο το βραδυ ηταν σε τρεις μερες. Σφαλισε τα
ματια του και μετρουσε τις ωρες με τη θεση του ηλιου στον οριζοντα μεχρι
που η βραδια εφτασε.
-Ευχομαι, ξεκινησε να λεει και συνεχισε ψιθυριστα. Έι, πιο δυνατα δεν σε
ακουω, ακουσε μια φωνη και μεσα απο τα κλειστα του βλεφαρα ειδε μια
λαμψη. Το φως σκεφτηκε και του φωναξε ευτυχισμενο.
-Ηρθες!
-Παντα
εδω ημουν, του απαντησε αυτο, απλα σε αλλη θεση, ποτε δεν εφυγα, απλα
αλλαζα σημειο απο οπου φωτιζα. Σ εβλεπα με την ακρη του ματιου μου. Πες
μου τι ευχηθηκες, ειπε στο νησι κι εσκυψε κοντα του για ν ακουσει.
Το νησι ντραπηκε και ψιθυρισε οτι του εστειλε την ευχη του με ενα
θρόισμα του αερα που περνουσε εκεινη την ωρα απο πανω του. Το φως
χαμογελασε και του απλωσε το χερι.
-Μα δεν ξερω ουτε το ονομα σου, διστασε το νησι. Πού θα με πας;
-Με λενε Αλντεμπαραν, αποκριθηκε το φως. Ειμαι ενα αστερι, δεν θελεις να
ερθεις μαζι μου; θα με ακολουθεις στα ταξιδια μου και θα εισαι παντα
εδω στον ουρανο μαζι μου. Θα σου λεω ιστοριες για οσα θα βλεπεις και θα
φτιαξουμε μυθους για οσα οι ανθρωποι δεν σκεφτηκαν να δημιουργησουν. Θα
σου πω και για εναν μαγο που καθε βραδυ ερχεται απο δω με το ξωτικο του
και αν δεν κανεις θορυβο μπορει και να τους ακουσεις να μιλανε για τα
δυο φεγγαρια τους και τη χρυσαλλιδα τους.
Μαγεμενο το νησι τον ακουγε και δε χορταινε. Απλωσε τα χερια του και αφεθηκε στο φως του αστεριου του. Ηταν το δικο του αστερι.
Εκεινο το πρωι οσα σμηνη αγριοπαπιες περασαν απο το σημειο σταθηκαν,
κοιταξαν και αφησαν τα δακρυα τους να κυλισουν. Συννεφα μαζευτηκαν κι
αφησαν κι αυτα τη βροχη που κουβαλουσαν να τρεξει για να ξεπλυνει το
κενο. Βλεπεις τα χαραματα "εκεινης της νυχτας" που ο,τι ευχεσαι γινεται
πραγματικοτητα, καπου στον πλανητη πεταξε μια πεταλουδα και κινηθηκε ο
αερας, ο οποιος ταξιδεψε με αυξανομενη ταχυτητα μεχρι που εγινε τυφωνας
και αναγκασε τα κυματα να ξεσηκωθουν και αρχισουν να τρεχουν σαν
μανιασμενα για να γλυτωσουν απο την οργη του ανεμου. Γιγαντιες θαλασσιες
γλωσσες σηκωθηκαν κι επνιξαν με την οργη τους το δυσμοιρο νησακι. Το
καταπιαν και δεν απομεινε τιποτα απο αυτο. Εκτος... Εκτος απο ενα αχνο
ιχνος του, μια "φωτογραφια" του για να θυμιζει οτι εδω καποτε υπηρχε ενα
νησι, ενας βραχος στη μεση του πουθενα.
Μονο η κουκουβαγια του χιονιου, που σηκωσε την ιδια στιγμη το βλεμμα
στον ουρανο, ειδε τα νησακι να ακολουθει το πιο λαμπερο αστερι του
ουρανου στο αεναο ταξιδι του και χαμογελασε με τη γνωση του αυτου που
ξερει οσα οι αλλοι δεν μπορουν να δουν, γιατι βλεπει οχι με τα ματια,
αλλα...
... αλλά; Πολύ όμορφο!
ΑπάντησηΔιαγραφή