Οι μέρες του τέλους του Ιουλίου είναι πάντα ιδιαίτερα ζεστές. Τα τζιτζίκια
αρχίζουν αξημέρωτα και οι ελπίδες για δροσιά μόλις πέφτει το σκοτάδι είναι
φρούδες. Το σπίτι δε σε τραβάει, οπότε η ξαπλώστρα στην παραλία γίνεται ο
ζωτικός σου χώρος. Εκεί πάνω περνάς όλη τη μέρα, ατάκτως ερριμένα βρίσκονται
όλα σου τα υπάρχοντα, γυαλιά, τηλέφωνα, παρεό, πετσέτες, βιβλία, φρούτα
σε τάπερ. Όλα μαζί ένα συνονθύλευμα που ενώ αλλάζει συνεχώς θέσεις, βρίσκεται
πάντα σε απόσταση αναπνοής από τ ακροδάχτυλα.
Σαν ζωντανό time lapse βλέπεις τις αποχρώσεις του ουρανού να περνάν
μπροστά από τα μάτια σου και ν αλλάζουν από το διάφανο στο γαλανό και πολύ
περισσότερο αυτό που προσέχεις είναι το ανθρώπινο λεφούσι που κυκλοφορεί γύρω
σου. Η απίστευτη κίνηση με τους πολύχρωμους ανθρώπους που σου προτείνουν
ό,τι μπορείς να φανταστείς σε εξευτελιστικές τιμές και σηκώνουν πολύ παζάρι,
δίνει τη θέση της στην ραστώνη του μεσημεριού που ο κόσμος αραιώνει και η ζέστη
γίνεται ανυπόφορη και στην ωραιότερη (για μένα) ώρα της παραλίας. Την ώρα που
οι περισσότεροι εκεί γύρω στις 8-9 φεύγουν και η παραλία ησυχάζει και γίνεται
"δική ΣΟΥ". Γιατί τότε, όταν όλοι αποχωρούν για να ετοιμαστούν για τη
βραδινή βόλτα, η παραλία αποκτά άλλα χαρακτηριστικά και γίνεται "ΣΟΥ",
είναι πια όμορφη, καθώς μόνο εσύ και μια δυο παρέες απολαμβάνουν το θαλασσινό
αεράκι όσο οι υπόλοιποι αναλώνονται σε άλλες δραστηριότητες. Καταλαβαίνεις ότι η
ώρα αυτή έχει έρθει όταν γυρνάς το βλέμμα και παρατηρείς ότι οι ξαπλώστρες σαν
στρατιωτάκια μπήκαν στη θέση τους και μόνο η δικιά σου είναι σε παράταιρη θέση
καθώς ακολουθούσε την πορεία της σκιάς όλη μέρα. Τότε είναι που πραγματικά
ξαπλώνεις, χωρίς να δίνεις σημασία στη βρεγμένη πετσέτα, αφήνεις τα καμένα σου
μέλη να απολαύσουν την ευεργετική επίδραση της θαλάσσιας αύρας και ζεις τη
μετάβαση από τη ζωντάνια στην ηρεμία. Απολαμβάνεις τις στιγμές που ο
ουρανός από θαλασσί γίνεται μπλε σκούρος και στη συνέχεια μαύρος, στολισμένος
με μύρια αστέρια να κάνουν σιγά σιγά την εμφάνιση τους στο στερέωμα.
Πάνω που γεμίζεις τα πνευμόνια σου με ιώδιο και αφήνεσαι να χαθείς στον
έναστρο ουρανό, ακούς μια φωνή και όλοι οι μηχανισμοί άμυνάς σου ανάβουν στο
κόκκινο.
"Δεν μπορεί", σκέφτεσαι, "παιδάκια; Τέτοια ώρα; Τι κάνουν ξύπνια 1 η ώρα το πρωί;" Γυρίζεις το κεφάλι διστακτικά, σιχτιρίζοντας την τύχη σου τη χορεύτρια και με πανικό αντικρίζεις όχι ένα, όχι δύο αλλά 5 παιδάκια πρώτης σχολικής ηλικίας, τα οποία μιλάνε ξένη γλώσσα (άρα αποχαιρετάς τις πιθανότητες συνεννόησης) και μετακινούν τις ήσυχες ξαπλώστρες επικίνδυνα κοντά σου. Πριν συνέλθεις από το πρώτο σοκ, με απόλυτο πανικό συνειδητοποιείς ότι τελικά οργανώνουν και στ' αλήθεια ξεκινάν να παίζουν το αγαπημένο άθλημα των αγοριών. Το εμπεδώνεις με δραματικό τρόπο όταν νιώθεις τον πρώτο βομβαρδισμό απο πετρούλες που ακολουθούν την πορεία της αυτοσχέδιας μπάλας -μπουκαλιού από νερό- και όλα μαζί κατευθύνονται στο φανταστικό τέρμα υπό τον αλαλαγμό "γκοοοοοοολ". Με τα φτωχά αγγλικά σου και την άριστη νοηματική σου - γλώσσα του σώματος- προσπαθείς να εξηγήσεις ότι "Δεν παίζουμε μπάλα εδώ", αλλά "παρά κει" και γυρνάς στην παρέα απελπισμένος "Πώς το λένε το παρά κει στα αγγλικά;" Και το 6χρονο βαλκάνιο σπόρι, που δείχνει να έχει υπ' ευθύνη του τα μικρότερα, σε άπταιστα αγγλικά σου απαντά: "We are sorry, you are right, we go". Στήλη άλατος εσύ, καταπίνεις τις χιλιάδες σκέψεις, και όχι μόνο, που έχουν περάσει από το μυαλό σου, και έχεις ξεστομίσει για τη μητέρα, ως συνήθως, μαζεύεις όση αξιοπρέπεια σου απέμεινε, ξανακάθεσαι στην ξαπλώστρα και σκέφτεσαι πόσο δίκιο είχε ο φίλος το μεσημέρι, που έλεγε στο τραπέζι ότι "για όλα είναι υπεύθυνη η οικογένεια".
Την επόμενη στιγμή προσπαθώντας να καταπιείς την ντροπή σου για τα όσα έσυρες ή σκέφτηκες, έρχεται η επόμενη σκηνή και σε διαλύει, σε κάνει να ξεχάσεις και τη ζέστη και την ένταση όλων των φασαριόζων Σαββατοκυριακάτικων και μη που θεωρείς λαθρεπιβάτες στην παραλία σου.
Αυτός γύρω στα 70, αυτή στα 65. Δουλεύει όλη μέρα, ειδικά το καλοκαίρι, χωρίς ξεκούραση. Μα αυτή η προχωρημένη ώρα, είναι η ώρα που έχει κλείσει το μαγαζί και είναι η δική του ώρα. Αυτή εμφανώς καταβεβλημένη από την αρρώστια της με μεγάλη δυσκολία κινείται. Αυτός ξεχνώντας την κούραση της ημέρας είναι δίπλα της, ακολουθεί τον αργό ρυθμό της στο περπάτημα, πλησιάζουν τη θάλασσα. Αυτή σηκώνει λίγο το φόρεμά της και μπαίνει υποβασταζόμενη στο νερό. Του χαμογελάει και της ανταποδίδει. Δεν περνάν δυο λεπτά και οι φιγούρες βγαίνουν από το νερό και τη βοηθάει να ξαπλώσει σε μια από τις ξαπλώστρες που είχαν τραβήξει τα παιδάκια πριν. Της τακτοποιεί το μαύρο φόρεμα και παίρνει τρία μπουκάλια που έχει στην τσάντα της για να τα γεμίσει με θαλασσινό νερό. Τη βοηθάει να σηκωθεί και αφού την κρατήσει αγκαζέ αρχίζουν να περπατούν προς τα σκαλοπάτια που ορίζουν τη ζώνη των λουόμενων και των αυτοκινήτων. Απομακρύνονται με το ίδιο αργό βήμα που ήρθαν. Εξαφανίζονται στις σκιές της λάμπας του δρόμου το ίδιο αθόρυβα όπως εμφανίστηκαν.
Αυτήν ακριβώς τη στιγμή νιώθεις ένα κόμπο στο λαιμό, εξαφανίζονται όλες οι άλλες εικόνες από το μυαλό σου και χαράζεται αυτή με τις δυο φιγούρες να απομακρύνονται αργά μέχρι που το σκοτάδι τους καλύπτει. Οι ζωές μας τόσο διαφορετικές όσο και όμοιες. Οι ιστορίες μας τόσο κοινές όσο και μοναδικές ξετυλίγονται μπροστά στα μάτια μας καθημερινά και όσο συνηθισμένες και να είναι η κάθε μια έχει τη δική της ιστορία να ξεδιπλώσει.
Καθώς η νύχτα προχωράει και το ρολόι πια δείχνει 2, μαζεύεις τα πράγματα και με βαριά καρδιά αποχαιρετάς την παραλία παίρνωντας μαζί σου την άμμο και τις σκέψεις που σου γεννήθηκαν από τις σκηνές στις οποίες έγινες άθελά σου αυτόπτης μάρτυρας.
Αύριο πάλι.
Είσαι απίθανη! μάζεψε ήλιο, γέμισε μπαταρίες, κατέβασε ρολά, ονειρέψου και τα ξαναλέμε φιλενάδα μου!
ΑπάντησηΔιαγραφή:)))) Μαζεύω ήλιο πολλλλλλλλλύ ! γεμίζω μπαταρίες, δεν κατέβασα ρολά! (σου έχω δουλειές...), ονειρεύομαι περισσότερο από ό,τι συνήθως και ίσως και από όσο πρέπει (κάποιος να με μαζέψει από το σύννεφο-έχει και την πρώτη πανσέληνο απόψε...), μαζεύω και βότσαλα και κοχυλάκια σε τσιπουρο-μπουκαλάκια και προσπαθώ να οργανώσω το ταξιδιάρικο μυαλό μου... Σε φιλώ αγαπημένη, να περνάς καλά :*********
Διαγραφή