Δευτέρα 25 Ιουλίου 2011

Ιστορίες με πανσέληνο

Κούνησε λίγο το κορμί του, τίναξε τα φτερά του που τα ένιωθε βαριά, είχε καιρό να τα χρησιμοποιήσει και τα αισθανόταν ξένα. Φοβήθηκε μήπως δεν μπορούσε να πετάξει πια. Απόδιωξε τη σκέψη από το μυαλό του και κοίταξε τον ουρανό. Είχε το   χρώμα που του άρεσε. Βαθύ μπλε, λίγο πριν πέσει το σκοτάδι.Τα πλάσματα της νύχτας άρχισαν να τεντώνονται απ τον ύπνο τους και να ξυπνάνε, άκουγε τα τριξίματα από τις κινήσεις τους. Σε λίγο θα ανέτειλε ένα ολόγιομο φεγγάρι. Δεν είχε πολύ χρόνο στη διάθεσή του. Έπρεπε να φροντίσει τις τελευταίες λεπτομέρειες του ταξιδιού. Το βλέμμα του έπεσε στα  Όνειρά του, που έπλεαν σε μια  θάλασσα γαλάζια, σαν τα μάτια της Φαντασίας του. Η κίνηση των νερών τα νανούριζε και χαμογελούσαν στον ύπνο τους. Ήλπιζε να μην του κρατήσουν κακία που τα εγκατέλειπε, είχε μιλήσει με τα κύματα, τα οποία  ανέλαβαν με ευχαρίστηση να του τα προσέχουν, λίγο ή περισσότερο , ούτε ο ίδιος ήθελε να σκεφτεί. Όλα εξαρτιόνταν από το πόσο σύντομα θα έβρισκε τη Φαντασία.Του είχε ξεφύγει μια φορά μα τώρα το είχε αποφασίσει, δεν θα την άφηνε να ταξιδεύει μόνη της, τόσοι κίνδυνοι την περικύκλωναν. Πάντα είχε το μυαλό της στα σύννεφα, πάντα ταξίδευε πανω στον αφρό των κυμάτων. Δεν την ένοιαζε που βρέχονταν, λάτρευε τις στάλες που έπεφταν πάνω της ακόμα κι όταν γινόταν μούσκεμα. Χαμογέλασε καθώς έφερε στο νου του τα μάτια της, όταν γίνονταν ένα με τον ουρανό και τη θάλασσα. Θα την αναζητούσε και θα την ακολουθούσε  συνεχώς πια στα ταξίδια της και θα της διηγιόνταν παραμύθια. Της άρεσε τόσο να τον ακούει να της λέει ιστορίες. Τις σκάρωνε στο λεπτό για να τη βλέπει να γελάει ευτυχισμένη. Ακόμα κι όταν ήταν θυμωμένη - το καταλάβαινε από τα μάτια της που γίνονταν σαν ανταριασμένη θάλασσα -  δεν μπορούσε να του αντισταθεί, σαν άκουγε τις ιστορίες του, ημέρευε και ξεχνούσε και τότε θύμιζε χειμωνιάτικη ηλιόλουστη μέρα. Όταν στεναχωριόταν, τότε δεν ήξερε τι να της πει για να την κάνει να ξεχάσει. Τα μάτια της το βράδυ που την έχασε ήταν γκρίζα. Έφυγε για να βρει τη χαμένη της μαγεία, δεν τον μάγευε πια και ήθελε να ξαναδεί τα μάτια του να λάμπουν καθώς θα την κοιτούσε, ένιωθε άδεια χωρίς τη μαγεία που την περιέβαλε και τελευταία το καταλάβαινε ότι είχε ξεφτύσει πια, ότι την κοιτούσε με οίκτο, έτσι έλεγε στο χαρτί που χε αφήσει πίσω της. Έπρεπε να τη βρει και να της πει ότι τη χρειαζόταν, ότι εξακολουθούσε να είναι μαγική, ότι ήταν η διαφυγή του, ότι χωρίς τη Φαντασία του δεν μπορούσε να συνεχίσει . Στάθηκε σ ένα ψηλό κύμα και πήδηξε ψηλά, τεντώνοντας ταυτόχρονα τα φτερά του. Ένιωσε τον αέρα να τον χαϊδεύει, κοίταξε γύρω του, περιπλανήθηκε για λίγο πάνω από τα σύννεφα και τότε την είδε. Ήταν φωλιασμένη σ' ένα σύννεφο δίπλα στην Πανσέληνο. Για μια στιγμή ένιωσε το βλέμμα της και την είδε να τον χαιρετά, ή έτσι του φάνηκε .....

Moonlight

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...